Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ο Καβάφης ως συμπύκνωση της συνάντησης Ελληνισμού-Ανατολής


ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΒΑΦΗ

Η κατανόηση υψηλών πνευματικών μεγεθών δεν είναι ποτέ μονοσήμαντη. Η θεώρηση του έργου τους είναι πολλαπλή και οι οπτικές γωνιές της ανάλυσής τους ανεξάντλητες∙ μεταβαλλόμενες από την αλλαγή των εποχών. Η σχέση που δημιουργείται κατά την προσέγγισή τους είναι αμφίδρομη, υπερβαίνει τα όρια της στεγνής φιλολογίας, και στοχεύει γονιμοποιητικά στον οντολογικό πυρήνα του αναζητητή της αλήθειας. Ως εκ τούτου, δεν θα μπει ίσως ποτέ μια οριστική τελεία στην ερμηνεία σπουδαίων έργων και σημαντικών προσωπικοτήτων.
Τα όσα προαναφέρθηκαν μπορούν κάλλιστα να συμπεριλάβουν και το καβαφικό έργο, το οποίο αναντίρρητα έχει θέση στον Όλυμπο της διαχρονικής ελληνικής γραμματείας. Κάθε, επομένως, ειλικρινής προσπάθεια για να διατυπωθούν νέες ή να εμπλουτιστούν παλαιότερες κατανοήσεις είναι καλοδεχούμενη. Όπως αυτή που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, του καλού φίλου, του Χρήστου του Αλεξάνδρου. Στο πόνημά του ο συγγραφέας εξετάζει, με εργαλείο την υπάρχουσα βιβλιογραφία, τη σχέση του ποιητή με τον χριστιανισμό, την εκκλησία, το Βυζάντιο και την πατρίδα. Σ’ αυτό προβάλλει τη δική του πρόταση και παίρνει θέση για ένα ζήτημα που έχει προβληματίσει ή και διχάσει πολλούς από όσους έσκυψαν στο έργο και στο βίο του μεγάλου Αλεξανδρινού. 
Η εργασία του Χ.Α. έχει γίνει με την δέουσα σοβαρότητα και την επιστημονική αρτιότητα, που δεν εξαφανίζουν εντούτοις τις συναισθηματικές αποχρώσεις. Χαρακτηριστικά που διέπουν όλα τα μέχρι σήμερα γραπτά του, και όποιος τα έχει διαβάσει θα συμφωνήσει επ’ αυτού. Όπως θα συμφωνήσει ότι ο Χ.Α. έχει ως πρώτιστη έγνοια του την πατρίδα και τον ελληνισμό. Αγωνιά, όπως ο κάθε συνειδητοποιημένος Έλληνας για την πορεία του έθνους, για τις σοβαρές εξωτερικές αλλά και εσωτερικές επιθέσεις που δέχεται, οι οποίες απειλούν την ίδια την ύπαρξή του. Προβληματίζεται για την αλλοίωση της ταυτότητάς μας, την απίσχναση των βασικών της χαρακτηριστικών, που σωρεύθηκαν και χαλυβδώθηκαν μέσα σε χιλιετίες ιστορικών περιπετειών. Και για το λόγο αυτό στρέφεται προς την ιστορία και στον ελληνικό λόγο. Επιζητά μέσα από την έρευνά του να αντιτάξει στέρεα επιχειρηματολογική βάση απέναντι σε καινοφανείς θεωρίες, οι οποίες, ενίοτε αντιεπιστημονικά και σχεδόν πάντα δογματικά, επιδιώκουν να αφαιρέσουν την πεποίθηση της συνέχειας του ελληνισμού, να υποβιβάσουν, ακόμη και να χλευάσουν τις μεγάλες ιστορικές καμπές του παρελθόντος μας, να μικρύνουν τα μεγέθη των προσωπικοτήτων που λάμπρυναν αυτή την ιστορία. Ο Χ.Α. ανήκει σε μια νέα χορεία ιστορικών που προσπαθεί, σε αντίξοο αν όχι εχθρικό περιβάλλον, να κάνει ότι έκανε ο Παπαρηγόπουλος και ο Ζαμπέλιος απέναντι στις θεωρίες του Φαλμεράγιερ τον 19ο αιώνα. Γιατί νέοι, γηγενείς επί το πλείστον, Φαλμεράγιερ, επηρεασμένοι όμως άμεσα από τα αποικιοκρατικά κέντρα και τις θεωρίες τους, θέλουν να αποδώσουν τη συλλογική μας ταυτότητα στο φαντασιακό, ως μια κατασκευή τεχνητή απόρροια συγκροτημένης προπαγάνδας του ελλαδικού κράτος. Ένα κράτος που, ανάμεσα στα άλλα, έβαλε στα κεφάλια των Κυπρίων τη «τρελή» ιδέα ότι είναι Έλληνες. Και να τους κάνει να προβούν σε τέτοιες «ανάρμοστες πράξεις», όπως ο αντιαποικιακός αγώνας, ο αγώνας για την Ένωση.

Πιστεύω ότι τα ίδια κίνητρα ώθησαν τον συγγραφέα να ασχοληθεί με τη σχέση του Καβάφη με τον χριστιανισμό. Το αντι-χριστιανικό, αντι-βυζαντινό μένος της σύγχρονης αποδομητικής ή κατ’ επίφασιν προοδευτικής ιστοριογραφίας, συντάσσεται απόλυτα με τις δυτικές απόψεις που κυριάρχησαν μέχρι και τον 19ο αιώνα για τον δήθεν ελληνικό μεσαίωνα, τον σκοταδισμό της θεοκρατίας και άλλα παρόμοια, τα οποία η σοβαρή επιστήμη τα έχει βεβαίως απορρίψει. Υπό αυτό το αντι-βυζαντινό αντι-χριστιανικό/αντι-ορθόδοξο για την ακρίβεια πρίσμα εμφανίζονται στρεβλές αναγνώσεις γεγονότων και προσώπων. Όπως τυγχάνει να συμβαίνει με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον ποιητή της Αλεξάνδρειας, που αποτύπωσε στην ποίηση αλλά και στη ζωή του ακόμη, με ένα τρόπο συγκλονιστικό και απαράμιλλο, συμπυκνωμένους τους ελληνιστικούς αιώνες και την μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό.
Ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε για τον Καβάφη, μετά τη συνάντησή που είχε μαζί του στα 1928, ότι σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. «Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια». Αλλά και ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης σημειώνει πως ο Καβάφης δεν ήταν φιλόσοφος αλλά σοφός. Δηλαδή βίωνε συνειδησιακά τις ιδέες του, μεταμορφωνόταν ο ίδιος απ’ αυτές και στο τέλος τις εξέφραζε με τους στίχους του.
Ο Καβάφης καταδύθηκε, όχι εγκεφαλικά αλλά ψυχή τε και σώματι, στην Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων και της ρωμαϊκής περιόδου, στην ώριμη φάση του ελληνικού πολιτισμού που πλέον είναι ελληνιστικός και υφίσταται εσωτερικά στην ολότητά τους τις αντιφάσεις του ανθρώπου της εποχής, οι οποίες γίνονται προσωπικές του αντιφάσεις
Ο ελληνιστικός κόσμος, που εκφράζει ο καβαφικός λόγος, είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης του ελληνικού πολιτισμού, αυτού που γνωρίζει το απόγειό του στην κλασική Ελλάδα, των πόλεων-κρατών, με τον πολιτισμό της ανατολής. Ο οποίος και αυτός έχει ένα πλούσιο και σύνθετο παρελθόν, αλλά και επιδεικνύει στα χρόνια πριν και μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού μια εκπληκτική πολυεπίπεδη ζωτικότητα. Η μείξη αυτή θα απλωθεί κατά πρωτοφανή τρόπο, αλλά δεν θα είναι ομοιόμορφη ούτε εδαφικά ούτε πληθυσμιακά. Ο ελληνικός τρόπος του βίου και του σκέπτεσθαι θα επικρατήσει κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, παίρνοντας ποικίλες μορφές, μερικές μακράν μάλλον της αρχικής πηγής προέλευσης των προτύπων. Ο Καβάφης περιγράφει αυτή την ιδιομορφία των ελληνιζόντων σε ποιήματα όπως το «Φιλέλλην» («που τα ελληνικά πίσω από το Ζάγρο εδώ…»), «Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών στα  610» («το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα»), στο «Οροφέρνης» («στην καρδιά του πάντοτε Ασιανός»), και το γνωστό «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης» -που χρησιμοποιείται ευρέως για να χαρακτηρίσει πολλούς σύγχρονούς μας αγράμματους και ανελλήνιστους πολιτικούς μας.
Στο κοινωνικό υπόβαθρο, όμως, η ανατολή θα είναι πάντοτε παρούσα. Και η ανατολή σε αντίθεση με την ελληνική σκέψη διακρίνεται από έναν έντονο μανιχαϊσμό: η μάχη του καλού με το κακό, η έννοια της αμαρτίας –που είναι άλλο από την νέμεση που προκαλείται από την παραβίαση του νόμου- η ηδονοθηρία αλλά και η τάση προς την αποπνευμάτωση και τον ασκητισμό.
Ο ελληνικός λόγος θα διαχέεται για αιώνες στον ανατολικό κόσμο από τα φιλοσοφικά ρεύματα του στωικισμού, των επικούρειων, των νεοπλατωνικών και νεοπυθαγόρειων. Κυρίαρχο πνευματικό κέντρο η Αλεξάνδρεια, εκεί όπου όλες αυτές οι αντιφάσεις, οι αντιθέσεις, οι μείξεις και προσμείξεις θα λαμβάνουν χώρα με την μεγαλύτερη ένταση – είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «από την σχολήν του περιώνυμου φιλοσόφου»: ο μαθητής του Αμμωνίου Σακκά, που στη συνέχεια αναμειγνύεται στα πολιτικά για να τα εγκαταλείψει και να βαπτιστεί χριστιανός, ενώ στο τέλος θα καταλήξει «θαμών των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξανδρείας». Εκεί στο μεταίχμιο του χρόνου, ο Λόγος του Κυρίου θα δώσει τη λύτρωση με την ανανοηματοδότηση του κόσμου, ανοίγοντας μια νέα εποχή για τον άνθρωπο. Με την «ανατολή» πάντοτε να επιμένει στη δική της εμπεδωμένη ανάγνωση, όπως εκφράστηκε στις αλλεπάλληλες δυαδικές της εκδηλώσεις, απέναντι στην αξίωση του ελληνικού λόγου στη τριαδικότητα. Τον νέο ορθόδοξο άνθρωπο, ο Καβάφης τον γνωρίζει βαθύτατα, και αυτό διαφαίνεται, ιδιαιτέρως, όταν υπερπηδά τις αντιφάσεις των πρώτων αιώνων και μας αποδίδει την βεβαιότητα της πίστης του σε ποιήματα όπως στο τόσο ευσεβές «Μανουήλ Κομνηνός».
Μη λησμονούμε επίσης ότι ο Καβάφης είναι ένας οικουμενικός Έλληνας της εποχής της «Μεγάλης Ιδέας», την οποία ενστερνίζεται στο έργο του. Όπως και ο Παλαμάς, μιλά για τον νέο οικουμενικό ελληνισμό, για τα πλατιά του σύνορα που ξεπερνούν το μικρό ελλαδικό κράτος. Ο «παλαιοελλαδίτης-βυζαντινός» μας το θυμίζει στη «φλογέρα του βασιλιά» και στο «δωδεκάλογο του γύφτου» και ο «ελληνιστικός-βυζαντινός» με την «κοινή ελληνική λαλιά ως στην Βακτριανή την πήγαμε, ως τον Ινδό». Και δικαιολογείται απόλυτα, όπως αναφέρει ο Χ.Α. στο βιβλίο του, η έκρηξη του Καβάφη το τραγικό Σεπτέμβρη του 22 όταν αναφωνεί «χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία, χάνονται οι θεοί!».

Τι σημαίνει, όμως, σήμερα ο Καβάφης. Ανήκει πιά στον παρελθόντα χρόνο; Είναι μια αναβίωση της ελληνιστικής ωρίμανσης, ή έστω μια νεοβυζαντινή επιβίωση; Είναι ένα ζωντανό κειμήλιο; Ασφαλώς όχι. Ας αναλογισθούμε μόνον πόσα λεχθέντα του Αλεξανδρινού έχουν περάσει στη γλώσσα μας «Τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους», «τιμή σ΄ εκείνους όπου φυλάττουν Θερμοπύλες»  το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις, οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων...
Ο Καβάφης επομένως είναι κομιστής πνευματικής ηθικής. Η οποία αν και γεννιέται στο χρόνο είναι άχρονη και αέναη και αιώνια, γιατί είναι αληθινή. Γι’ αυτό βιώνεται και μετουσιώνεται για δεκαετίες από γενεά σε γενεά. Πίσω από το ιστορικό σκηνικό, που διαμορφώνει τρόπους και αισθητική, υφίσταται εν πλήρη έξαρση ο πύρινος πυρήνας της υπάρξεως, που καμία ιστορική εποχή δεν μπορεί να προσπεράσει. Θα διαβεί απαρεγκλίτως από τα ίδια μονοπάτια για να εξέλθει σε φωτεινότερα τοπία του πνεύματος. Ο νεωτερικός άνθρωπος αποστρέφει το βλέμμα του από το πραγματικό βάθος. Δεν αποδέχεται τη τραγικότητα της ζωής. Και οδηγείται σε αδιέξοδα, που εκδηλώνονται πολλαπλώς και πολυεπίπεδα. Γιατί ο νόμος είναι αδήριτος. Και τα σύγχρονα αδιέξοδα του πολιτισμό τα περιγράφει ο Καβάφης, καθώς τον διχασμένο, κουρασμένο και απογοητευμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής, τον βρίσκουμε στα ποιήματα του της αλεξανδρινής ατμόσφαιρας.
Ιδιαίτερα για τον Έλληνα που ακροβατεί πλέον στην άκρη της αβύσσου, η οποία απειλεί να θέσει τέρμα στην μακρά ιστορική του πορεία, ο Καβάφης, το έργο, η διδαχή του, η αφοσίωση στο υψηλό, στις αρχές, η ιστορική συνείδηση, που είναι συνάμα και εθνική συνείδηση, η βαθύτατη ειλικρινής σχέση του με την ορθόδοξη πίστη μας, είναι ένα εφαλτήριο. Αν, βεβαίως, επιθυμούμε να ζήσουμε ως έθνος με διακριτή ταυτότητα, με το βάρος του παρελθόντος μας, με συνείδηση της αποστολής μας. Αν θέλουμε να αναλάβουμε το καθήκον να σηκώσουμε το «μαρμάρινο κεφάλι» του Σεφέρη και να μην το απιθώσουμε κατάκοποι από το βάρος της ιστορίας. («Ξύπνησα μ τ μαρμάρινο τοτο κεφάλι στ χέρια πο μο ξαντλε τος γκνες κα δν ξέρω πο ν τ᾿ ακουμπήσω»).
Σε τούτη τη μάχη που ήδη έχει αρχίσει, σε χρόνια θλιβερής παρακμής, πιο άγονης από αυτής του ύστερου αρχαίου κόσμου, με τις εφεδρείες μας εξαντλημένες, ας πάρουμε τα όπλα που κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει παρά μόνον η δειλία και η εθελοδουλία. Ας πάρουμε τις ιδέες και τις λέξεις μας. Και ας τις κάνουμε πρόσωπα. Ας μην περιμένουμε τους βαρβάρους να δώσουν την κάποια λύση, την όποια λύση. Ιδίως αν οι βάρβαροι είναι από μέσα και από μέσα μας. 
Έγραψε ένας άλλος ποιητής μας μεγάλος ποιητής μας ο Οδυσσέας Ελύτης:
«…Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν…
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Θα τολμήσω να προσθέσω:  μνημονεύετε και Καβάφη!


Παρέμβαση στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Αλεξάνδρου, Το εκκλησιαστικό φρόνημα στον Κωνσταντίνο Καβάφη, εκδ. ατέρμονον, στη Λεμεσό, στις 22 Μαρτίου 2016. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου