Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Εισαγωγή στο βιβλίο του Ανδρέα Μπιελέτσκι "Τα ελληνικά τοπωνύμια της Κριμαίας και το γλωσσικό ιδίωμα των Ελλήνων της Ουκρανίας"

                                                                                   
 Δεν σε πίστευα πως υπάρχουν ακόμα, κάπου μακριά στην ανατολή,
ολάκερα ελληνικά χωριά όπου οι Έλληνες μιλούν ελληνικά.
Πήγαμε εκεί με μερικούς μαθητές μας.
Και ακόμα στο δρόμο άκουσα τον οδηγό του φορτηγού μας
να λέει σε κάποιον που στεκόταν δίπλα:
–Φέρου πίβο! (φέρνω μπύρα). Και έμοιαζε με τα ελληνικά.
Σαν φτάσαμε σ’ ένα χωριό που οι ντόπιοι το λέγαν Τσερντακλύ,
άκουσα τη φωνή κάποιας γυναίκας που φώναξε στην κόρη της:
–Φσαλ τ’ μπόρτα! (κλείσε την πόρτα)
ήταν στο ιδίωμα εκείνου του χωριού...
Και όταν ξάπλωσα τη νύχτα καταγής
μπροστά σε μια χωριάτικη καλύβα άκουσα
τη φωνή του νοικοκύρη που πρόφερε –αρανό...
                                      Και είδα εκεί ψηλά από πάνω μου τον μαύρο και έναστρο ουρανό.
                                     Ήταν η πρώτη νύχτα στο ελληνικό χωριό της Ουκρανίας.

Το ποίημα, με τίτλο "Οι πρώτοι στην αοριστία", ανήκει στον Αντρέι Αλεξάνδροβιτς Μπιελέτσκυ, ο οποίος διατύπωσε πολλές από τις εμπειρίες της ζωής του και τις ενδόμυχες σκέψεις του με την μορφή ποιημάτων στην ελληνική γλώσσα. Η συγκεκριμένη περιγραφή αφορά στην επίσκεψη που έκανε η πρώτη διαλεκτολογική αποστολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου σε ελληνικά χωριά της Αζοφικής του νομού Ντονιέτσκ της Ουκρανίας. Ο Μπιελέτσκυ απευθύνεται στην σύζυγό του, επίσης φιλόλογο, Τατιάνα Τσερνισόβα, η οποία ανακάλυψε την ύπαρξη του ελληνισμού στην περιοχή της Μαριούπολης και οργάνωσε το ταξίδι μαζί με φοιτητές τους με σκοπό την καταγραφή των ελληνικών γλωσσικών ιδιωμάτων.
Η σχέση του Μπιελέτσκυ με τον ελληνισμό ήταν βαθιά[1] και πολυεπίπεδη  αν και η στροφή του προς αυτόν ήταν αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων. Νέος, με γονείς διανοούμενους[2], ως προικισμένος γλωσσολόγος με απίστευτο πλούτο γνώσεων, γοητεύθηκε από τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό. Στην ξαφνική αναχώρηση το 1941 από το Χάρκοβο της Ουκρανίας που ζούσε, εξαιτίας της γερμανικής επέλασης έχασε την διατριβή του για τις αιτίες της πτώσης του αρχαίου αιγυπτιακού βασιλείου, και στα μετόπισθεν, στο Τομσκ της Σιβηρίας, έστρεψε την δραστηριότητά του στην κλασσική φιλολογία. Σε όλη του την ζωή παράλληλα με την ακατάπαυστη δημιουργική του δράση στο τομέα της γλωσσολογίας, όπου η ικανότητά του στην εκμάθηση ξένων γλωσσών είχε πάρει μυθικές διαστάσεις, εργάστηκε για την ελληνική φιλολογία: αδιάλειπτη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο, επιστημονικές μελέτες για την ελληνική γλώσσα, μεταφράσεις από τα ελληνικά στα ρωσικά και ουκρανικά, ανακοινώσεις για μεγάλο αριθμό ελληνικών επιγραφών που ανεβρέθηκαν σε περιοχές της Ουκρανίας, ιδίως στην αρχαία Ολβία. Το πνευματικό του μέγεθος και η επιστημονική του συνέπεια συνετέλεσαν στο να συγκεντρωθεί γύρω του ένας κύκλος νέων επιστημόνων, οι οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν την μαγιά για την ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων στην Ουκρανία.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Χίλια έτη αναζήτησης ταυτότητας και προσανατολισμού



https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0PkJKaWGWYGgPxJOFiIoBRkoE53tqq1xAHEfw6kxgbtAPsKOhMqb_0q0VwqU97G3bkMMvgNrD4W15pLT_VgMcmV_FdJVthkQoodDmbiqVLwWYDhj5tIT9dJlaiPRgwYgbRSTY_MzYt8Ek/s1600/NeaPolitiki_5.jpg 
Ο νέος ελληνισμός, όπως αναδύεται στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου, αντιμετώπισε προκλήσεις και διλήμματα που εφεξής θα καθόριζαν διαρκώς τη ταυτότητά του. Στη προαναφερόμενη περίοδο, ο ελληνικός κόσμος περιήλθε σε δεινότατη θέση, υπό την πίεση ανερχόμενων ισχυρών γεωπολιτικών και πολιτισμικών ομάδων, που θα κυριαρχήσουν την επόμενη ιστορική περίοδο. Η αρνητική, για το βυζαντινό ελληνισμό, συγκυρία άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τον 11ο αιώνα. Σελτζούκοι και Νορμανδοί, Βενετοί και Γενουάτες υπονόμευσαν ανεπανόρθωτα την εδαφική και οικονομική κυριαρχία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ η Δ΄ σταυροφορία θα δώσει ένα συντριπτικό κτύπημα. Στη συνέχεια, τίποτε δεν θα σταθεί ικανό να ανακόψει τη μοιραία πορεία. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως, από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, η ορμητική επέκταση των τουρκικών ορδών, ανάγκασε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ να στραφεί ταπεινωμένος στη Δύση για βοήθεια. Οι γεωπολιτικές «συμπληγάδες», φακιόλιο τουρκικό και λατινική καλύπτρα, είχαν ήδη υψωθεί. Αλλά και στο βορρά, η ενδοχώρα είχε, από αιώνες, καταληφθεί από σλαβικά φύλα, τα οποία αν και ορθόδοξα, συγκροτούσαν, ομού με παλαιότερους κατοίκους και αλλόφυλες στρατιωτικές αριστοκρατίες (Σέρβοι, Βούλγαροι), την εθνική τους συνείδηση. Στο άκρο, όμως, του αχανούς σλαβικού κόσμου, το μοσχοβίτικο κράτος θα αναδειχθεί σταδιακά, στο τρίτο, σταθερό, πόλο επιρροής επί του ελληνικού κόσμου. Ήδη το 1396, ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος ζητούσε τη συνδρομή όχι μόνον της Δύσεως αλλά και της Μόσχας.